- νυχάκι
- το1. μικρό και λεπτό νύχι2. κοινή ονομασία είδους τού φυτού αστερίσκος και ειδών τού φυτού μελίλωτος3. είδος σταφυλιού, αλλ. νυχάτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυχάκι — το 1. το μικρό νύχι. 2. είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελίλωτος — (Melilotus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για ποώδη φυτά, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής, με ευχάριστη μυρωδιά που θυμίζει βανίλια. Τα κοινότερα είδη του γένους είναι το νυχάκι… … Dictionary of Greek
μοσχοκερατιά — και μοσκοκερατιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Lotus edulis τού γένους λωτός, κν. γνωστό ως νυχάκι … Dictionary of Greek
νυχάτος — η, ο [νύχι] 1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια 2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτο είδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι … Dictionary of Greek
ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… … Dictionary of Greek